- τριτανακοπή
- η, Ν(διοικ. δίκ.) ένδικο βοήθημα ή μέσο, που ασκεί πρόσωπο, τρίτο προς τους διαδίκους συγκεκριμένης δίκης, κατά ορισμένης ακυρωτικής ή τροποποιητικής απόφασης, επειδή με αυτήν βλάπτονται τα συμφέροντα του.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + ανακοπή «διακοπή, παρεμπόδιση». Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.